ζουρλαίνομαι

ζουρλαίνομαι
ζουρλαίνομαι, ζουρλάθηκα, ζουρλαμένος βλ. πίν. 45

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζουρλαίνω — ζούρλανα, ζουρλάθηκα, ζουρλαμένος 1. μτβ., τρελαίνω κάποιον, ξεμυαλίζω: Με ζούρλαναν με τις φωνές τους. – Τον ζούρλανε με τα καμώματά της. 2. παθ., ζουρλαίνομαι επιθυμώ κάτι πολύ, μου αρέσει κάτι: Ζουρλαίνεται για χορό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”